Συκάμινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Συκάμινο | τα | Συκάμινα |
γενική | του | Συκάμινου | των | Συκάμινων |
αιτιατική | το | Συκάμινο | τα | Συκάμινα |
κλητική | Συκάμινο | Συκάμινα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Συκάμινο < συκάμινο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈka.mi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Συ‐κά‐μι‐νο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣυκάμινο ουδέτερο