Στερεοελλαδίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Στερεοελλαδίτης < Στερεά Ελλάδα + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Στερεοελλαδίτης αρσενικό (θηλυκό Στερεοελλαδίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στη Στερεά Ελλάδα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Στερεοελλαδίτης
|