Δείτε επίσης: στερεοελλαδίτισσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στερεοελλαδίτισσα οι Στερεοελλαδίτισσες
      γενική της Στερεοελλαδίτισσας των Στερεοελλαδιτισσών
    αιτιατική τη Στερεοελλαδίτισσα τις Στερεοελλαδίτισσες
     κλητική Στερεοελλαδίτισσα Στερεοελλαδίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Στερεοελλαδίτισσα < Στερεοελλαδίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στερεοελλαδίτισσα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ρουμελιώτης