Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Στενόν τὰ Στενά
      γενική τοῦ Στενοῦ τῶν Στενῶν
      δοτική τῷ Στεν τοῖς Στενοῖς
    αιτιατική τὸ Στενόν τὰ Στενά
     κλητική ! Στενόν Στενά
Συνήθως στον ενικό
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στενόν < → δείτε τις λέξεις στενόν και στενός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στενόν ουδέτερο (καθαρεύουσα)

Μεταγραφές επεξεργασία