Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σταυροχωρίτης οι Σταυροχωρίτες
      γενική του Σταυροχωρίτη των Σταυροχωριτών
    αιτιατική τον Σταυροχωρίτη τους Σταυροχωρίτες
     κλητική Σταυροχωρίτη Σταυροχωρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σταυροχωρίτης < Σταυροχώρ(ι) + -ίτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sta.vɾo.xoˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σταυ‐ρο‐χω‐ρί‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σταυροχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Σταυροχωρίτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία