↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στασούλα οι Στασούλες
      γενική της Στασούλας
    αιτιατική τη Στασούλα τις Στασούλες
     κλητική Στασούλα Στασούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Στασούλα < Στάσ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → δείτε τη λέξη Αναστασία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στασούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αναστασία