Στανιμερόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Στανιμερόπουλος | οι | Στανιμερόπουλοι & Στανιμεροπουλαίοι1 |
γενική | του | Στανιμερόπουλου & Στανιμεροπούλου |
των | Στανιμερόπουλων2 & Στανιμεροπουλαίων |
αιτιατική | τον | Στανιμερόπουλο | τους | Στανιμερόπουλους3 & Στανιμεροπουλαίους |
κλητική | Στανιμερόπουλε | Στανιμερόπουλοι & Στανιμεροπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Στανιμεροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Στανιμεροπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στανιμερόπουλος < Στανίμερ(ος) + -όπουλος
- Συγγενή επώνυμα: σερβοκροατική γλώσσα Stanimirović (Станимировић), βουλγαρική γλώσσα Станимиров (Stanimirov)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτανιμερόπουλος αρσενικό (θηλυκό Στανιμεροπούλου)