Στανίμερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Στανίμερος < σλαβικής προέλευσης Станимер • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Στανίμερος αρσενικό (θηλυκό Στανίμερου)
Στανίμερος αρσενικό (θηλυκό Στανίμερου)