Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στανίμερος οι Στανίμεροι
      γενική του Στανίμερου των Στανίμερων
    αιτιατική τον Στανίμερο τους Στανίμερους
     κλητική Στανίμερε Στανίμεροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γιάμαλος (κλίση: αντίλαλος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στανίμερος < σλαβικής προέλευσης Станимер • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στανίμερος αρσενικό (θηλυκό Στανίμερου)

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία