Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σπατατζίκι τα Σπατατζίκια
      γενική του Σπατατζικίου των Σπατατζικίων
    αιτιατική το Σπατατζίκι τα Σπατατζίκια
     κλητική Σπατατζίκι Σπατατζίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σπατατζίκι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spa.taˈd͡zi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπα‐τα‐τζί‐κι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σπατατζίκι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 179 Α, 30 Αυγούστου 1927