Σπανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σπανός | οι | Σπανοί |
γενική | του | Σπανού | των | Σπανών |
αιτιατική | τον | Σπανό | τους | Σπανούς |
κλητική | Σπανέ | Σπανοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σπανός < παρωνύμιο σπανός και κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική Σπανός (ως βυζαντινό παρωνύμιο)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπα‐νός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣπανός αρσενικό (θηλυκό Σπανού)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 54, 81.
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣπανός αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαΣπανός, -ή, όν
- (ελληνιστική κοινή) ισπανικός (για συγκεκριμένη γκρι απόχρωση υφάσματος), άλλη μορφή του Ἱσπανός
Πηγές
επεξεργασία- Σπανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.