Σπαθάρειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σπαθάρειο | τα | Σπαθάρεια |
γενική | του | Σπαθάρειου & Σπαθαρείου |
των | Σπαθάρειων & Σπαθαρείων |
αιτιατική | το | Σπαθάρειο | τα | Σπαθάρεια |
κλητική | Σπαθάρειο | Σπαθάρεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σπαθάρειο < από το επώνυμο του δωρητή Σπαθάρ(ης) + -ειο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spaˈθa.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπα‐θά‐ρει‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣπαθάρειο ουδέτερο
- (επωνυμία) μουσείο στο Μαρούσι, αφιερωμένο στον καραγκιόζη