Σουλές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σουλές | οι | Σουλέδες |
γενική | του | Σουλέ | των | Σουλέδων |
αιτιατική | τον | Σουλέ | τους | Σουλέδες |
κλητική | Σουλέ | Σουλέδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σουλές < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /suˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σου‐λές
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣουλές αρσενικό
- (παρωχημένο) χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Ευπάλιου