Σκόρδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σκόρδι | τα | Σκόρδια |
γενική | του | Σκορδιού & Σκορδίου |
των | Σκορδιών & Σκορδίων |
αιτιατική | το | Σκόρδι | τα | Σκόρδια |
κλητική | Σκόρδι | Σκόρδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκόρδι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈskoɾ.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκόρ‐δι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκόρδι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 322