Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκουζές οι Σκουζέδες
      γενική του Σκουζέ των Σκουζέδων
    αιτιατική τον Σκουζέ τους Σκουζέδες
     κλητική Σκουζέ Σκουζέδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσελεμεντές (κλίση: καφές)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σκουζές < σκουζές (φωνακλάς) < σκούζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skuˈzes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκου‐ζές

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σκουζές αρσενικό (θηλυκό Σκουζέ)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ιωάννης Βρεττός, Ημερολόγιον Εγκυκλοπαιδικόν, 1911, σελ. 325