Σκασμάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκασμάδα | οι | Σκασμάδες |
γενική | της | Σκασμάδας | των | Σκασμάδων |
αιτιατική | τη | Σκασμάδα | τις | Σκασμάδες |
κλητική | Σκασμάδα | Σκασμάδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σκασμάδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaˈzma.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκα‐σμά‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκασμάδα θηλυκό