Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκαμνός οι Σκαμνοί
      γενική του Σκαμνού των Σκαμνών
    αιτιατική τον Σκαμνό τους Σκαμνούς
     κλητική Σκαμνέ Σκαμνοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σκαμνός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skaˈmnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκα‐μνός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σκαμνός αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Σκαμνού)
  2. χωριό της Φθιώτιδας
     συνώνυμα: Προκοβενίκος, Προβενίκος (πρώην ονομασίες)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία