Σκάλεζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκάλεζα | οι | Σκάλεζες |
γενική | της | Σκάλεζας | των | Σκαλεζών |
αιτιατική | τη | Σκάλεζα | τις | Σκάλεζες |
κλητική | Σκάλεζα | Σκάλεζες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σκάλεζα < (άμεσο δάνειο) αρβανίτικη skalëzë[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈska.le.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκά‐λε‐ζα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σκάλεζα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας (1928), Αθήνα, σελ. 158