Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σερνικάκι τα Σερνικάκια
      γενική
    αιτιατική το Σερνικάκι τα Σερνικάκια
     κλητική Σερνικάκι Σερνικάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σερνικάκι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seɾ.niˈka.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σερ‐νι‐κά‐κι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σερνικάκι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία