Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σεράφειο τα Σεράφεια
      γενική του Σεράφειου
Σεραφείου
των Σεράφειων
Σεραφείων
    αιτιατική το Σεράφειο τα Σεράφεια
     κλητική Σεράφειο Σεράφεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σεράφειο < από το επώνυμο του δωρητή Σεράφ(ης) + -ειο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seˈɾa.fi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σε‐ρά‐φει‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σεράφειο ουδέτερο

  • (επωνυμία) ονομασία κολυμβητηρίου στην Αθήνα
    ※  Εδώ και περίπου ένα μήνα, το Σεράφειο Κολυμβητήριο έχει ξανά αυτό που ο δωρητής του, Αλκιβιάδης Σεράφης, είχε οραματιστεί για την πόλη, αφήνοντας στη διαθήκη του, το 1936, χρηματικό κληροδότημα στον Δήμο Αθηναίων για να κατασκευαστεί κτίριο λουτρών, δημόσιας και δωρεάν χρήσης. (Δημήτρης Αθηνάκης, Όλα τα… πειράματα του δήμου, στο Σεράφειο, Η Καθημερινή, 7 Δεκεμβρίου 2017)

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη Σεράφης

  Μεταφράσεις επεξεργασία