Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Σελήνια
      γενική των Σεληνίων
    αιτιατική τα Σελήνια
     κλητική Σελήνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σελήνια < αρχαία ελληνική Σιληνίαι[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seˈli.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σε‐λή‐νι‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σελήνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία