Σιληνίαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Σιληνίαι |
γενική | τῶν | Σιληνιῶν |
δοτική | ταῖς | Σιληνίαις |
αιτιατική | τὰς | Σιληνίᾱς |
κλητική ὦ! | Σιληνίαι | |
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σιληνίαι < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σιληνίαι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Σελήνια (νέα ελληνικά)
Πηγές επεξεργασία
- Σιληνίαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.