Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σεκερτζής οι Σεκερτζήδες
      γενική του Σεκερτζή των Σεκερτζήδων
    αιτιατική τον Σεκερτζή τους Σεκερτζήδες
     κλητική Σεκερτζή Σεκερτζήδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σεκερτζής < από επάγγελμα, προέλευσης από την τουρκική şekerci (ζαχαροπλάστης)
Συγγενή επώνυμα: τουρκικά Şekerci

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σεκερτζής αρσενικό (θηλυκό Σεκερτζή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία