Δείτε επίσης: şekerci

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Şekerci < από επάγγελμα, τουρκικά şekerci (ζαχαροπλάστης)
Συγγενή επώνυμα: νέα ελληνικά Σεκερτζής

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Şekerci αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

επώνυμα: