πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σαρόγλειο τα Σαρόγλεια
      γενική του Σαρόγλειου
& Σαρογλείου
των Σαρόγλειων
& Σαρογλείων
    αιτιατική το Σαρόγλειο τα Σαρόγλεια
     κλητική Σαρόγλειο Σαρόγλεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Σαρόγλειο < από το επώνυμο του δωρητή Σαρόγλ(ου) + -ειο

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σαρόγλειοουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία