Σαριτζιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σαριτζιώτης | οι | Σαριτζιώτηδες |
γενική | του | Σαριτζιώτη* | των | Σαριτζιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σαριτζιώτη | τους | Σαριτζιώτηδες |
κλητική | Σαριτζιώτη | Σαριτζιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σαριτζιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σαριτζιώτης < Σαριντζιώτης με τροπή [nd] > [d] < Σαρίντζ(ι) < τουρκική sarnıç (στέρνα, γούρνα) → και δείτε τη λέξη Σαριντζιώτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.ɾiˈd͡zʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐ρι‐τζιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σαριτζιώτης αρσενικό (θηλυκό Σαριτζιώτη ή Σαριτζιώτου)