Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαρίντζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική Sarnıç (τοπωνύμιο) με μετάθεση [i] ανάμεσα στο [rn] > [rin] + για προσαρμογή στην κλίση < sarnıç (στέρνα, γούρνα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈɾin.d͡zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σα‐ρίν‐τζι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαρίντζι ουδέτερο

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Sarnıç railway station στην αγγλική Βικιπαίδεια   (σιδηροδρομικός σταθμός του Σαριντζίου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία