Σάπιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σάπιος | οι | Σάπιοι |
γενική | του | Σάπιου | των | Σάπιων |
αιτιατική | τον | Σάπιο | τους | Σάπιους |
κλητική | Σάπιο | Σάπιοι | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σάπιος < σάπιος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsa.pços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σά‐πιος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σάπιος αρσενικό (θηλυκό Σάπιου)