Ρουμιάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ρουμιάνα | οι | Ρουμιάνες |
γενική | της | Ρουμιάνας | — | |
αιτιατική | τη | Ρουμιάνα | τις | Ρουμιάνες |
κλητική | Ρουμιάνα | Ρουμιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ρουμιάνα < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική Румяна (Rumjána)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡουμιάνα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Ρουμιάνα
|