Ροβολιάριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ροβολιάριον | τὰ | Ροβολιάρια | ||||
γενική | τοῦ | Ροβολιαρίου | τῶν | Ροβολιαρίων | ||||
δοτική | τῷ | Ροβολιαρίῳ | τοῖς | Ροβολιαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Ροβολιάριον | τὰ | Ροβολιάρια | ||||
κλητική ὦ! | Ροβολιάριον | Ροβολιάρια | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾo.voˈʎa.ɾi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρο‐βο‐λιά‐ρι‐ον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡοβολιάριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) χωριό της Φθιώτιδας → δείτε τη λέξη Ροβολιάρι