Ραφτοπούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ραφτοπούλα | οι | Ραφτοπούλες |
γενική | της | Ραφτοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | Ραφτοπούλα | τις | Ραφτοπούλες |
κλητική | Ραφτοπούλα | Ραφτοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾa.ftoˈpu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρα‐φτο‐πού‐λα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ραφτοπούλα θηλυκό
- νησίδα στο Πόρτο Ράφτη
- ※ Ένας οικισµός - πρότυπο που ακολουθούσε το αρχαιοελληνικό οικιστικό µοντέλο στην περιοχή Αγίου Σπυρίδωνα στο Πόρτο Ράφτη και ο οποίος δεν άφησε αδιάφορο ούτε τον Σαλβαντόρ Νταλί, που θέλησε να αποκτήσει ένα σπίτι µε θέα το νησάκι Ραφτοπούλα. (Μαίρη Αδαμοπούλου, Απολλώνιο: Το ακρωτηριασμένο όνειρο του Δοξιάδη, Τα Νέα, 7 Μαρτίου 2014)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ραφτοπούλα