Ράφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ράφτης < επάγγελμα ράφτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɾa.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρά‐φτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡάφτης αρσενικό (θηλυκό Ράφτη)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε Ράπτης
Μεταγραφές
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ράφτης | οι | Ράφτες |
γενική | του | Ράφτη | — | |
αιτιατική | τον | Ράφτη | τους | Ράφτες |
κλητική | Ράφτη | Ράφτες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ράφτης αρσενικό
- νησίδα στο Πόρτο Ράφτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ράφτης
|