Ραπτόπουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ραπτόπουλο | τα | Ραπτόπουλα |
γενική | του | Ραπτόπουλου | των | Ραπτόπουλων |
αιτιατική | το | Ραπτόπουλο | τα | Ραπτόπουλα |
κλητική | Ραπτόπουλο | Ραπτόπουλα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ραπτόπουλο < επώνυμο Ραπτόπουλος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾaˈpto.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρα‐πτό‐που‐λο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ραπτόπουλο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ραπτόπουλο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021