Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πυλαρινός οι Πυλαρινοί
      γενική του Πυλαρινού των Πυλαρινών
    αιτιατική τον Πυλαρινό τους Πυλαρινούς
     κλητική Πυλαρινέ Πυλαρινοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.la.ɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πυ‐λα‐ρι‐νός

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Πυλαρινός < Πύλαρ(ος) + -ινός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πυλαρινός αρσενικό (θηλυκό Πυλαρινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Πυλαρινός < πατριδωνυμικό Πυλαρινός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πυλαρινός αρσενικό (θηλυκό Πυλαρινού)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία