↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Πρωτοθηρίο τα Πρωτοθηρία
      γενική του Πρωτοθηρίου των Πρωτοθηρίων
    αιτιατική το Πρωτοθηρίο τα Πρωτοθηρία
     κλητική Πρωτοθηρίο Πρωτοθηρία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πρωτοθηρία < διαγλωσσική ορολογία Prototheria. Μορφολογικά < αρχαία ελληνικά → δείτε τις λέξεις πρῶτος και θήρ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.to.θiˈɾi.a/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πρωτοθηρία ουδέτερο (στον πληθυντικό)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Επίσης