Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Προβάλινθος
      γενική της Προβαλίνθου
    αιτιατική την Προβάλινθο
     κλητική Προβάλινθε
(Προβάλινθο)
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Προβάλινθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Προβάλινθος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈva.lin.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Προ‐βά‐λιν‐θος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Προβάλινθος θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Προβάλινθος
      γενική τῆς Προβαλίνθου
      δοτική τῇ Προβαλίνθ
    αιτιατική τὴν Προβάλινθον
     κλητική ! Προβάλινθε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Προβάλινθος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Προβάλινθος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία