Πιτσιωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πιτσιωτά | οι | Πιτσιωτές |
γενική | της | Πιτσιωτάς | των | Πιτσιωτών |
αιτιατική | την | Πιτσιωτά | τις | Πιτσιωτές |
κλητική | Πιτσιωτά | Πιτσιωτές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πιτσιωτά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.tsçoˈta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πι‐τσιω‐τά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠιτσιωτά θηλυκό