Πιλίδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πιλίδης | οι | Πιλίδηδες |
γενική | του | Πιλίδη* | των | Πιλίδηδων |
αιτιατική | τον | Πιλίδη | τους | Πιλίδηδες |
κλητική | Πιλίδη | Πιλίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Πιλίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πιλίδης < + -ίδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈli.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πι‐λί‐δης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠιλίδης αρσενικό (θηλυκό Πιλίδου ή Πιλίδη)