Πευκόβρυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πευκόβρυση | οι | Πευκόβρυσες |
γενική | της | Πευκόβρυσης | των | (Πευκοβρυσών) |
αιτιατική | την | Πευκόβρυση | τις | Πευκόβρυσες |
κλητική | Πευκόβρυση | Πευκόβρυσες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pefˈko.vɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πευ‐κό‐βρυ‐ση