Πετροχώρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πετροχώρι | τα | Πετροχώρια |
γενική | του | Πετροχωρίου | των | Πετροχωρίων |
αιτιατική | το | Πετροχώρι | τα | Πετροχώρια |
κλητική | Πετροχώρι | Πετροχώρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πετροχώρι < Πετροχώριον ((καθαρεύουσα), παλαιότερη ονομασία)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πετροχώρι ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Πετροχώρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πετροχώρι