Περικλῆς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Περικλεεσ- | |||||
ονομαστική | ὁ | Περικλέης > Περικλῆς | οἱ | Περικλέες > Περικλεῖς | |
γενική | τοῦ | Περικλέους Περικλέους | τῶν | Περικλέων Περικλέων | |
δοτική | τῷ | Περικλέει > Περικλεῖ | τοῖς | Περικλέεσῐ > — | |
αιτιατική | τὸν | Περικλέᾱ Περικλέα & σπανίως > Περικλῆ |
τοὺς | Περικλέᾱς > Περικλεῖς | |
κλητική ὦ! | Περίκλεες > Περίκλεις | Περικλέες > Περικλεῖς | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Περίκλεε > — | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Περικλέοιν > — | |||
3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλῆς' όπως «Περικλῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΠερικλῆς αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Περικλῆς, Περικλέης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.