Πενταγιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πενταγιώτισσα < Πενταγιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pen.daˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ντα‐γιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πενταγιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Πενταγιώτης
- προσωνυμία Ελληνίδας καλλονής του 19ου αιώνα, γνωστή για την ομορφιά της και τα σκάνδαλα που προκαλούσε
- ※ Ω Πενταγιώτισσα, τί θες ακόμα; / πες μου, δε σ’ έλιωσε το μαύρο χώμα / και με τα ονείρατα του κάτου κόσμου / ξεφεύγεις άπιαστη κι έρχεσ’ εμπρός μου;
- Κωστής Παλαμάς, Μαρία η Πενταγιώτισσα, [μέσω του greek-language.gr]
- ※ Ω Πενταγιώτισσα, τί θες ακόμα; / πες μου, δε σ’ έλιωσε το μαύρο χώμα / και με τα ονείρατα του κάτου κόσμου / ξεφεύγεις άπιαστη κι έρχεσ’ εμπρός μου;
Συγγενικά επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη Πενταγιοί
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πενταγιώτης
Πενταγιώτισσα
|