Πατησιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.tiˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐τη‐σιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠατησιώτης αρσενικό (θηλυκό Πατησιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος των Πατησίων
- ※ Αναφέρεται συνεχώς στην οικογένειά του, στη σύζυγό του Ρούλα και τους δύο γιους του, στον πατέρα του που του έδωσε τα εφόδια για να γίνει αυτός που είναι σήμερα, ως γνήσιος Πατησιώτης λατρεύει τον Σπόρτιγκ και ονειρεύεται να γυρίσει κάποια μέρα εκεί. (Χάρης Σταύρου, Άρης Λυκογιάννης: Ο δικός του ο δρόμος..., sport24.gr, 2 Φεβρουαρίου 2019)
Συγγενικά
επεξεργασία- πατησιώτης, πατησιώτισσα
- πατησιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Πατήσια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πατησιώτης
|