Δείτε επίσης: πατησιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πατησιώτισσα οι Πατησιώτισσες
      γενική της Πατησιώτισσας των Πατησιωτισσών
    αιτιατική την Πατησιώτισσα τις Πατησιώτισσες
     κλητική Πατησιώτισσα Πατησιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πατησιώτισσα < Πατησιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.tiˈsço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐τη‐σιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πατησιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πατησιώτης