Πασχαλίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πασχαλίνα | οι | Πασχαλίνες |
γενική | της | Πασχαλίνας | — | |
αιτιατική | την | Πασχαλίνα | τις | Πασχαλίνες |
κλητική | Πασχαλίνα | Πασχαλίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πασχαλίνα < Πασχαλ(ιά) + -ίνα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.sxaˈli.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐σχα‐λί‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠασχαλίνα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πασχαλίνα
|
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.