Δείτε επίσης: Παπουλιάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παπούλιας οι Παπούλιες
Παπουλιέηδες
      γενική του Παπούλια των
Παπουλιέηδων
    αιτιατική τον Παπούλια τους Παπούλιες
Παπουλιέηδες
     κλητική Παπούλια Παπούλιες
Παπουλιέηδες
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη.
Επίσης, πληθυντικός με κατάληξη -ι-αίοι.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Πετρούνιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παπούλιας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈpu.ʎas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐πού‐λιας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παπούλιας αρσενικό (θηλυκό Παπούλια)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία