Παπούλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παπούλια < γενική ενικού του αρσενικού Παπούλιας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈpu.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐πού‐λια
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαπούλια θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠαπούλια αρσενικό