Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παξινός οι Παξινοί
      γενική του Παξινού των Παξινών
    αιτιατική τον Παξινό τους Παξινούς
     κλητική Παξινέ Παξινοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ksiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐ξι‐νός

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Παξινός < Παξ(οί) + -ινός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παξινός αρσενικό (θηλυκό Παξινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Παξινός < πατριδωνυμικό Παξινός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παξινός αρσενικό (θηλυκό Παξινού)

Μεταγραφές επεξεργασία