Πανοραμίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πανοραμίτης < Πανόραμ(α) + -ίτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.no.ɾaˈmi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐νο‐ρα‐μί‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠανοραμίτης αρσενικό (θηλυκό Πανοραμίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Πανόραμα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Πανόραμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πανοραμίτης
|