Παλαιόπολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παλαιόπολη | οι | Παλαιοπόλεις |
γενική | της | Παλαιόπολης* | των | Παλαιοπόλεων |
αιτιατική | την | Παλαιόπολη | τις | Παλαιοπόλεις |
κλητική | Παλαιόπολη | Παλαιοπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Παλαιοπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.leˈo.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ό‐πο‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιόπολη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παλαιόπολη