Παλαιόβρυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παλαιόβρυση | οι | Παλαιόβρυσες |
γενική | της | Παλαιόβρυσης | των | Παλαιόβρυσων |
αιτιατική | την | Παλαιόβρυση | τις | Παλαιόβρυσες |
κλητική | Παλαιόβρυση | Παλαιόβρυσες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.leˈo.vɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ό‐βρυ‐ση
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαλαιόβρυση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Παλαιόβρυση